ἄναλλος

ἄναλλος
ἄναλλος, ον,
A topsy-turvy, Eust.1000.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄναλλον — ἄναλλος topsy turvy masc/fem acc sg ἄναλλος topsy turvy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναλλα — ἄναλλος topsy turvy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλλώνω — και ανελλώνω 1. διαταράσσω την τάξη, προκαλώ ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω» 2. προκαλώ ταραχή και σύγχυση σε κάποιον, τόν κυνηγώ ή τόν διώχνω 3. προξενώ ενόχληση, ταράζω, ενοχλώ 4. (για δαιμόνια) βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. επίθ. ἄναλλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”